- σκορπίουρος
- σκορπί-ουρος, ον, ([etym.] οὐρά)A scorpion-tailed: neut. as the name of a plant,= σκορπιοειδές, Sch.Nic.Al.146.2 = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Dsc.4.190.3 = σκορπιοκτόνον, Ps.-Dsc.4.190.4 = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.