σκορπίουρος

σκορπίουρος
σκορπί-ουρος, ον, ([etym.] οὐρά)
A scorpion-tailed: neut. as the name of a plant,= σκορπιοειδές, Sch.Nic.Al.146.
2 = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Dsc.4.190.
3 = σκορπιοκτόνον, Ps.-Dsc.4.190.
4 = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκορπίουρος — scorpion tailed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπίουρος — ο, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή τής τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτα αρχ. 1. το φυτό σκορπιοειδές* 2. το γνωστό με… …   Dictionary of Greek

  • σκορπίουρον — σκορπίουρος scorpion tailed masc/fem acc sg σκορπίουρος scorpion tailed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιούρου — σκορπίουρος scorpion tailed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπίουροι — σκορπίουρος scorpion tailed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαριγώχορτο — το βλ. σκορπίουρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”